πρυλέες

πρυλέες
πρυλέες, -έων
Grammatical information: m. pl.
Meaning: `heavily armed foot-soldiers' (Il., Hes. Sc. 193, Gortyn.), metaph. of birds (Opp.); προυλέσι πεζοῖς ὁπλίταις H.
Derivatives: Beside it πρύλις f. `(Cretan) weapon-dance' (Call.; after Arist. fr. 519 Cypr. or Cret.); πρυλεύσεις ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῳ̃ ἱερεῖ H. -- How πρυλέες (sg. -λής [Hdn.] or -λύς [Schwyzer 572]) and πρύλις are formally and semantically related, is unclear. After Leumann Hom. Wörter 286 f. Cret. πρύλις would have arisen through false interpretation of ep. πρυλέες; against this Ruijgh L'élém. ach. 96 f. (w. lit.). From πρύλις in any case *πρυλεύω `to perform a π.', with πρυλεύσεις f. pl. H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: How πρυλέες (sg. -λής [Hdn.] or -λύς [Schwyzer 572]) and πρύλις are formally and semantically related, is unclear. After Leumann Hom. Wörter 286 f. Cret. πρύλις would have arisen through false interpretation of ep. πρυλέες; against this Ruijgh L'élém. ach. 96 f. (w. lit.). From πρύλις in any case *πρυλεύω `to perform a π.', with πρυλεύσεις f. pl. H. -- Etymolog. unclear. Superseded hypothesis in Bq. If prop. `champions (Vorkämpfer)' (cf. Trümpy Fachausdrücke 178 f.), perhaps cognate with πρύτανις (Misteli KZ 17, 174; cf. Bechtel Lex. s. διαπρύσιος)?; improbable. -- The word may well be Pre-Greek. Note the form προυλέσι.
Page in Frisk: 2,605

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρυλέες — men at arms masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλέες — έων, οἱ, Α 1. πεζοί στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς, οι οποίοι μάχονταν από το άρμα τους 2. ως επίθ. πυκνοί, πάμπολλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αιγαιικής προέλευσης. Αμφίβολη παραμένει η σύνδεση τής λ. με την πρόθεση… …   Dictionary of Greek

  • πρύλεες — πρύλις dance in armour fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλεῖς — πρυλέες men at arms masc nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλέας — πρυλέες men at arms masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλέων — πρυλέες men at arms masc gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλεύσεις — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ ἱερεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *πρυλεύω. Αξιοσημείωτη είναι η θρησκευτική σημ. τής λ. παράλληλα προς την στρατιωτική σημ.… …   Dictionary of Greek

  • πρύλις — εως, ἡ, Α 1. είδος πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι 2. (στην Κρήτη) ο χορός πυρρίχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και, κατνώςά μία άποψη, έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. πρυλίων της γεν. πληθ. τής λ. πρυλέες] …   Dictionary of Greek

  • προυλέσι — Α (κατά τον Ησύχ.) «πεζοῑς ὁπλίταις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. πιθ. βοιωτ. ή αιολ. τής δοτ. τού τ. πρυλέες*] …   Dictionary of Greek

  • πρυλέεσιν — πρύλις dance in armour fem dat pl (epic ionic) πρυλέες men at arms masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλέεσσ' — πρυλέεσσι , πρύλις dance in armour fem dat pl (epic) πρυλέεσσι , πρυλέες men at arms masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”